μονόστεγος

μονόστεγος
-η, -ο (ΑΜ μονόστεγος, -ον)
αυτός που έχει μία μόνο στέγη, δηλ. έναν μόνον όροφο, μονώροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -στεγος (< στέγη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μονόστεγος — of one story masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοστέγων — μονόστεγος of one story masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοστέγῳ — μονόστεγος of one story masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόστεγα — μονόστεγος of one story neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”